πειναλέος

πειναλέος
α, ο[ν] умирающий с голоду

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πειναλέος" в других словарях:

  • πειναλέος — hungry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειναλέος — α, ο / πειναλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων» …   Dictionary of Greek

  • πειναλέος — α, ο 1. αυτός που πεινά πολύ. 2. αυτός που συχνά στερείται από τροφή, ο πολύ φτωχός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειναλέον — πειναλέος hungry masc acc sg πειναλέος hungry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειναλέη — πειναλέος hungry fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειναλέην — πειναλέος hungry fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειναλέοι — πειναλέος hungry masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειναλέοισιν — πειναλέος hungry masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειναλέου — πειναλέος hungry masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειναλέους — πειναλέος hungry masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειναλέων — πειναλέος hungry masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»